- τείχωμα
- τείχωμαneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τείχωμα — τὸ, Α φραγμός, φράχτης, λιθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + κατάλ. ωμα (πρβλ. πέπλ ωμα: πέπλος, πλεύρ ωμα: πλευρά)] … Dictionary of Greek
τειχωμάτων — τείχωμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… … Dictionary of Greek
χαλκοτειχής — ές, Α αυτός που έχει χάλκινο τείχωμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + τειχής (< τεῖχος), πρβλ. μελαν τειχής] … Dictionary of Greek